βουλή

βουλή
η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα)
1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» — και γινόταν το θέλημα του Δία)
2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» — το να υποβάλλει κάποιος μια πρόταση)
3. γνωμοδότηση
4. το νομοθετικό σώμα το οποίο απαρτίζουν οι βουλευτές, οι αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού, η Βουλή των πεντακοσίων στην αρχαία Αθήνα, το συμβούλιο των γερόντων στην Ιλιάδα
μσν.- νεοελλ.
συγκατάθεση, άδεια
νεοελλ.
1. ο τόπος ή το κτήριο όπου γίνονται οι συνεδρίες της Βουλής
2. επιθυμία
3. φρ. α. «είμαι στη βουλή κάποιου» — υπακούω κάποιον
β) «κρατώ βουλή» — σκέφτομαι
μσν.
φρ. «κάθομαι...» ή «καθέζομαι εἰς βουλήν» — συσκέπτομαι
αρχ.
1. ψήφισμα, νόμος
2. φρ. α) «βουλῆς εἶναι» — το να είναι κάποιος μέλος της βουλής
β) «οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῑν» — δεν σκεπτόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απευθείας < βούλομαι ή < *βολνắ ή τέλος < *βολσά (πρβλ. *βολσ-, βούλομαι).
ΠΑΡ. αρχ. βουλαίος, βουλήεις, βούλιος
(αρχ. -μσν.) βουλεύω
νεοελλ.
βουλάτορας.
ΣΥΝΘ. επιβουλή, συμβουλή
αρχ.
βούλαρχος, βουληφόρος και βουλαφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”